- θεήλατος
- -η, ο (AM θεήλατος, -ον)1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.)2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.)αρχ.1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό2. ο κατασκευασμένος για τους θεούς, θείος («θεηλάτους ἕδρας», Ευρ.).επίρρ...θεηλάτως (Μ)μανιωδώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω). Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.